Νικόλας Φαραντούρης στο ΒΗΜΑ της Κυριακής
«Βρίσκω πάντα τη λέξη “Ευρώπη” στα χείλη πολιτικών που θέλουν κάτι που δεν τολμούν να κάνουν στο όνομα της δικής τους χώρας». Τάδε εφη Otto von Bismarck, ο σημαντικότερος ίσως Γερμανός πολιτικός του 19ου αιώνα, ο οποίος το 1862, πραγματοποίησε την ένωση της Γερμανία και ανέλαβε ο πρώτος της Καγκελάριος.
Αρκετά χρόνια αργότερα, ο νυν Καγκελάριος Μέρτζ και ο Υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Βάντεφουλ, στις πρόσφατες δηλώσεις τους, επαναλαμβάνουν εμφατικά ότι η Τουρκία είναι «αυτονόητος σύμμαχος της Ευρώπης» στην νέα πολιτική ασφάλειας και άμυνας και ότι η «αναβάθμιση των ευρωπαϊκών αμυντικών δυνατοτήτων περνά μέσα απ’ τη συνεργασία με την Τουρκία». Τουτέστιν, με τα λόγια του Μπίσμαρκ: Η Γερμανία ως πληρεξούσιος της Τουρκίας στην Ευρώπη για τα δικά της και μόνο συμφέροντα. Ας τα δούμε αναλυτικά:
Οι πρόσφατες επαφές μεταξύ Βερολίνου και Άγκυρας επιβεβαιώνουν, για ακόμη μία φορά, τον βαθύ και διαχρονικό χαρακτήρα της γερμανοτουρκικής στρατηγικής σχέσης. Πίσω από διπλωματικές ευγένειες και οικονομικές πρωτοβουλίες, διαμορφώνεται ένα επικίνδυνο σκηνικό: η Γερμανία επιδιώκει να εντάξει την Τουρκία στο ευρωπαϊκό αμυντικό πρόγραμμα SAFE (μέσω της συνεργασίας των δύο χωρών και όχι ασφαλώς μέσω απευθείας δανειοδότησης), παρουσιάζοντάς την ως «ομόφρονη ή ομονοούσα δύναμη». Πρόκειται για μία πολιτική επιλογή που δεν υπηρετεί την ευρωπαϊκή ασφάλεια, αλλά τα συγκεκριμένα εθνικά γερμανικά συμφέροντα.
Η γερμανική προσέγγιση υπαγορεύεται από δύο παράγοντες.
Πρώτον, από την ανάγκη στήριξης της (αμυντικής και όχι μόνο) βιομηχανίας της Γερμανίας, η οποία πλήττεται από τις οικονομικές πιέσεις και τη μετατόπιση των αγορών λόγω των συγκρούσεων στην Ουκρανία και αλλού. Με την ένταξη της Τουρκίας στο SAFE (επαναλαμβάνω: μέσω της συνεργασίας των δύο χωρών), το Βερολίνο διευρύνει την αγορά του και ενισχύει την παραγωγική του βάση, με την προοπτική προμηθειών δισ. ευρώ.
Δεύτερον, η γερμανική κυβέρνηση ισχυρίζεται – προσχηματικά ή απλώς λανθασμένα – ότι η Τουρκία μπορεί να λειτουργήσει ως «στρατηγικός εξισορροπητής» έναντι της Ρωσίας. Όμως, τόσο η διεθνής εμπειρία, όσο και η ελληνική μαρτυρία σε Αιγαίο και Κύπρο, δείχνουν ότι η Άγκυρα δεν αποτελεί εγγυητή σταθερότητας, αλλά δύναμη αναθεώρησης που εργαλειοποιεί τις κρίσεις για να επεκτείνει την επιρροή της.
Δυστυχώς, η ελληνική πλευρά δείχνει να υποτιμά επανειλημμένα τη σοβαρότητα αυτών των εξελίξεων. Πρόσφατα, με τη Διακήρυξη των Αθηνών και σήμερα με την πρόταση για σύγκληση διάσκεψης της Ανατολικής Μεσογείου για οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, με τη συμμετοχή πέντε χωρών. Η πρόταση μοιάζει περισσότερο με επικοινωνιακή πρωτοβουλία παρά με στρατηγική κίνηση και φυσικά δεν έχει καμία σχέση με τις επιτυχημένες τριμερείς και τερτραμερείς προηγούμενων κυβερνήσεων. Μια παρόμοια ιδέα είχε διατυπώσει από το 2020 ο Τούρκος Πρόεδρος, συνδέοντάς την ευθέως με τον «δίκαιο διαμοιρασμό» των ενεργειακών πόρων της περιοχής — όρο που παραπέμπει σε παραχωρήσεις εκ μέρους της Ελλάδας πριν ακόμη εκκινήσει η «συζήτηση».
Η Γερμανο-τουρκικός έρωτας μας υπενθυμίζει ότι οφείλουμε να επιμείνουμε ότι οι απειλές της Τουρκίας δεν είναι «διμερή ζητήματα», αλλά ευρω-τουρκικά. Ότι πρόκειται για θέματα που αφορούν τη συνοχή και την ασφάλεια ολόκληρης της Ευρώπης, όχι ελληνικό καπρίτσιο. Η παραπλανητική εικόνα εξομάλυνσης της Διακήρυξης των Αθηνών και ενδεχομένως μιας Πενταμερούς, επιτρέπουν στην Άγκυρα να εμφανίζεται ως αξιόπιστος συνομιλητής, την ώρα που συνεχίζει παραβιάσεις και απειλές. Και το κυριότερο αφαιρεί «νομιμοποίηση» της Ελλάδος να απαιτήσει αυστηρότητα στην συνεργασία με τρίτες χώρες σε θέματα ασφάλειας και άμυνας και βεβαίως απέναντι στο διαχρονικό και επίκαιρο γερμανο-τουρκικό ειδύλλιο.
*Ο Νικόλας Φαραντούρης είναι ευρωβουλευτής, μέλος της Επιτροπής Ασφάλειας και Άμυνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
Το άρθρο Γερμανο-τουρκική διάρρηξη της Ευρώπης εμφανίστηκε πρώτα στο thefaq.gr.
Διαβάστε περισσότερα
